γινάτι

γινάτι
και γενάτι και ινάτι, το
1. πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη
2. αντιπάθεια που προέρχεται από πείσμα, εχθρική διάθεση, μίσος («τόν πιάσανε τα γινάτια»)
3. παροιμ. «το γινάτι βγάζει μάτι» — το πείσμα οδηγεί σε απάνθρωπη συμπεριφορά ή βλάπτει τον ίδιο τον πείσμονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. inat].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γινάτι — το (λ. τουρκ.) 1. το πείσμα, η ισχυρογνωμοσύνη: Τον έπιασε το γινάτι του και δε θέλει να τη συγχωρέσει. 2. μίσος, έχθρα: Μου κρατάει γινάτι, γιατί δεν πήρα το μέρος του στον καβγά. 3. φρ., «Το γινάτι βγάζει μάτι», το πείσμα βλάπτει τελικά αυτόν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 …   Wikipedia

  • αρβανίτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στους Αρβανίτες ή προέρχεται απ αυτούς 2. φρ. α) «αρβανίτικο κεφάλι», για τον πείσμονα β) «αρβανίτικο γινάτι ή μπουρίνι», για το πείσμα γ) «τον έπιασε τ αρβανίτικο», τον έπιασε το πείσμα 3. το ουδ. ως ουσ. αρβανίτικος …   Dictionary of Greek

  • ινάτι — το βλ. γινάτι …   Dictionary of Greek

  • ινατσής — ο πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής τουρκ. λ. inatči (< inat «γινάτι, πείσμα»)] …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… …   Dictionary of Greek

  • ινάτι — το βλ. γινάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πίκα — η (λ. ιταλ.) 1. σύμβολο χαρτιού της τράπουλας, μπαστούνι. 2. πείσμα, θυμός, γινάτι: Τον έχω μια πίκα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πείσμα — το η αμετάθετη επιμονή σε μια άποψη, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι: Έχει τρομερό πείσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”